Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manicòtto (ουσ αρσ ) manigóldo (αρσ. επίθ και ουσ)
manicure (ουσ αρσ και θηλ.) manìla (ουσ αρσ και θηλ.)
manièra (θηλ.ουσ) manìlla (ουσ αρσ )
manierataménte (επίρ.) manìlla (θηλ.ουσ)
manieràto (επίθ.) manìna (θηλ.ουσ)
manierìsmo (ουσ αρσ ) maniòca (θηλ.ουσ)
manierìsta (ουσ αρσ και θηλ.) manipolàre (ρ. μτβ.)
manierìstico (επίθ.) manipolatóre (ουσ αρσ )
manièro (ουσ αρσ ) manipolatóre (επίθ.)
manieróso (επίθ.) manipolazióne (θηλ.ουσ)
manifattùra (θηλ.ουσ) manìpolo (ουσ αρσ )
manifatturière (ουσ αρσ ) maniscàlco (ουσ αρσ )
manifatturièro (επίθ.) manìsmo (ουσ αρσ )
manifestaménte (επίρ.) mànitu, manitù (ουσ αρσ )
manifestànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) manìzza (θηλ.ουσ)
manifestàre (ρ.αμτβ.) mànna (θηλ.ουσ)
manifestàre (ρ. μτβ.) mannàggia (επιφ.)
manifestarsi (ρ.μ. (αντων.)) mannàia (θηλ.ουσ)
manifestatóre (αρσ. επίθ και ουσ) mannàro (επίθ.)
manifestazióne (θηλ.ουσ) mannèlla (θηλ.ουσ)
manifestìno (ουσ αρσ ) mannèllo (ουσ αρσ )
manifèsto (ουσ αρσ ) mannequin (θηλ.ουσ)
manifèsto (επίθ. e επίρ.) mannìte (θηλ.ουσ)
manìglia (θηλ.ουσ) mannòsio (ουσ αρσ )
manigliòne (ουσ αρσ ) màno (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: