Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanìpolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈnipolo] 1 δράκα 2 φούχτα 3 υποδιαίρεση Ρωμαὶκής λεγεώνας από 60 ή 120 άντρες 4 αβασταγή 5 χεριά 6 χερόβολο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |