Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maniòca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈnjɔka]

1 μανιόκα
2 φυτό γένους manihot


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manina manipolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manigoldo (αρσ. επίθ και ουσ)
manila (ουσ αρσ και θηλ.)
manilla (ουσ αρσ )
manilla (θηλ.ουσ)
manina (θηλ.ουσ)
manioca (θηλ.ουσ)
manipolare (ρ. μτβ.)
manipolatore (ουσ αρσ )
manipolatore (επίθ.)
manipolazione (θηλ.ουσ)
manipolo (ουσ αρσ )
maniscalco (ουσ αρσ )
manismo (ουσ αρσ )
manitu, manitù (ουσ αρσ )
manizza (θηλ.ουσ)
manna (θηλ.ουσ)
mannaggia (επιφ.)
mannaia (θηλ.ουσ)
mannaro (επίθ.)
mannella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---