manipolàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [manipoˈlare]
1 γιατρεύω
2 μηχανεύομαι
3 αναμειγνύω
4 νοθεύω
5 εξυφαίνω συνωμοσία
6 δολοπλοκώ για δικό μου όφελος
7 επινοώ
8 σκαρώνω
9 χειρίζομαι επιδέξια
10 πραγματεύομαι
11 διαχειρίζομαι επιδέξια
12 χειρίζομαι
13 παραποιώ
14 ζυμώνω
15 διευθύνω
16 παραπλανώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [manipoˈlare]
1 γιατρεύω
2 μηχανεύομαι
3 αναμειγνύω
4 νοθεύω
5 εξυφαίνω συνωμοσία
6 δολοπλοκώ για δικό μου όφελος
7 επινοώ
8 σκαρώνω
9 χειρίζομαι επιδέξια
10 πραγματεύομαι
11 διαχειρίζομαι επιδέξια
12 χειρίζομαι
13 παραποιώ
14 ζυμώνω
15 διευθύνω
16 παραπλανώ
permalink
manipolare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android