Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈnizmo]

1 καυχησιά για την δόξα των προγόνων
2 προγονοπληξία
3 προγονολατρεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maniscalco manitu, manitù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manipolatore (ουσ αρσ )
manipolatore (επίθ.)
manipolazione (θηλ.ουσ)
manipolo (ουσ αρσ )
maniscalco (ουσ αρσ )
manismo (ουσ αρσ )
manitu, manitù (ουσ αρσ )
manizza (θηλ.ουσ)
manna (θηλ.ουσ)
mannaggia (επιφ.)
mannaia (θηλ.ουσ)
mannaro (επίθ.)
mannella (θηλ.ουσ)
mannello (ουσ αρσ )
mannequin (θηλ.ουσ)
mannite (θηλ.ουσ)
mannosio (ουσ αρσ )
mano (θηλ.ουσ)
manodopera (θηλ.ουσ)
manomesso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---