Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanomésso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manoˈmesso] 1 παραβιασμένος 2 απελευθερωμένος 3 απελεύθερος 4 μαστορεμένος 5 υπερβολικά ανοιγμένος 6 καταπατημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |