Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manomòrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,manoˈmɔrta]

καταθλιπτική επίδραση παρελθόντος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manomissore manonera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manomesso (επίθ.)
manometro (ουσ αρσ )
manomettere (ρ. μτβ.)
manomissione (θηλ.ουσ)
manomissore (ουσ αρσ )
manomorta (θηλ.ουσ)
manonera (θηλ.ουσ)
manopola (θηλ.ουσ)
manoscritto (ουσ αρσ )
manoscritto (επίθ.)
manovalanza (θηλ.ουσ)
manovale (ουσ αρσ )
manovella (θηλ.ουσ)
manovellismo (ουσ αρσ )
manovra (θηλ.ουσ)
manovrabile (επίθ.)
manovrabilità (θηλ.ουσ)
manovrare (ρ.αμτβ.)
manovrare (ρ. μτβ.)
manovrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---