Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanovràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrato] 1 τακτικός 2 επιδέξιος 3 επιτήδειος 4 επεξεργασμένος 5 εκτελεσθείς με ελιγμούς 6 ανοιχτός 7 επηρεασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |