Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mansuefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mansueˈfare]

1 κατευνάζω
2 καθησυχάζω
3 υποτάσσω
4 εξημερώνω
5 καθυποτάσσω
6 καλμάρω
7 εξευμενίζω
8 ανακουφίζω

mansuefarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mansueˈfarsi]

1 υποτάσσομαι
2 δαμάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mansione mansueto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manovriero (επίθ.)
manrovescio (ουσ αρσ )
mansarda (θηλ.ουσ)
mansionario (ουσ αρσ )
mansione (θηλ.ουσ)
mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)
mantenersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---