Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mansuèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mansuˈɛto]

1 υπομονετικός
2 μειλίχιος
3 υποχωρητικός
4 υπάκουος
5 ευγενικός
6 πειθήνιος
7 δαμασμένος
8 εξημερωμένος
9 καθυποταγμένος
10 ήπιος
11 πράος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mansuefarsi mansuetudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mansarda (θηλ.ουσ)
mansionario (ουσ αρσ )
mansione (θηλ.ουσ)
mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)
mantenersi (ρ.μ. (αντων.))
mantenimento (ουσ αρσ )
mantenitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---