Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mantecàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manteˈkato]

παγωτό (μαλακό)

mantecàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [manteˈkato]

1 χτυπημένος
2 χτυπητός
3 φτιαγμένος με χτύπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mantecare mantella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)
mantenersi (ρ.μ. (αντων.))
mantenimento (ουσ αρσ )
mantenitore (ουσ αρσ )
mantenuta (θηλ.ουσ)
mantenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
mantice (ουσ αρσ )
mantide (ουσ αρσ και θηλ.)
mantiglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---