Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mantèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manˈtɛka]

1 μαντέκα
2 πολτός
3 πομάδα
4 αλοιφή αρωματική
5 πηχτό μείγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manta mantecare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)
mantenersi (ρ.μ. (αντων.))
mantenimento (ουσ αρσ )
mantenitore (ουσ αρσ )
mantenuta (θηλ.ουσ)
mantenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
mantice (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---