Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmantèca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [manˈtɛka] 1 μαντέκα 2 πολτός 3 πομάδα 4 αλοιφή αρωματική 5 πηχτό μείγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |