Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màntice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmantiʧe]

1 διάφραγμα
2 κουκούλα
3 αυτοκίνητο με πτυσσόμενη κουκούλα
4 διάταξη πτυσσόμενη σαν φυσερό
5 διάταξη μέτρησης πίεσης
6 πτυσσόμενο τμήμα κάμερας
7 φυσερό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mantenuto mantide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mantenersi (ρ.μ. (αντων.))
mantenimento (ουσ αρσ )
mantenitore (ουσ αρσ )
mantenuta (θηλ.ουσ)
mantenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
mantice (ουσ αρσ )
mantide (ουσ αρσ και θηλ.)
mantiglia (θηλ.ουσ)
mantiglio (ουσ αρσ )
mantissa (θηλ.ουσ)
manto (ουσ αρσ )
Mantova (κύρ.όν. θηλ.)
mantovana (θηλ.ουσ)
mantovano (ουσ αρσ )
mantovano (επίθ.)
manuale (ουσ αρσ )
manuale (επίθ.)
manualista (ουσ αρσ και θηλ.)
manualistico (επίθ.)
manualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---