Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mantovàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mantoˈvano]

κάτοικος της Μάντοβας

mantovàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mantoˈvano]

ο της Μάντοβας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mantovana manuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mantiglio (ουσ αρσ )
mantissa (θηλ.ουσ)
manto (ουσ αρσ )
Mantova (κύρ.όν. θηλ.)
mantovana (θηλ.ουσ)
mantovano (ουσ αρσ )
mantovano (επίθ.)
manuale (ουσ αρσ )
manuale (επίθ.)
manualista (ουσ αρσ και θηλ.)
manualistico (επίθ.)
manualità (θηλ.ουσ)
manualizzare (ρ. μτβ.)
manualmente (επίρ.)
manubrio (ουσ αρσ )
manufatto (αρσ. επίθ και ουσ)
manutengolo (ουσ αρσ )
manutentore (αρσ. επίθ και ουσ)
manutenzione (θηλ.ουσ)
manzanilla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---