Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manùbrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈnubrjo]

το τιμόνι (ποδηλάτου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manualmente manufatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manualista (ουσ αρσ και θηλ.)
manualistico (επίθ.)
manualità (θηλ.ουσ)
manualizzare (ρ. μτβ.)
manualmente (επίρ.)
manubrio (ουσ αρσ )
manufatto (αρσ. επίθ και ουσ)
manutengolo (ουσ αρσ )
manutentore (αρσ. επίθ και ουσ)
manutenzione (θηλ.ουσ)
manzanilla (θηλ.ουσ)
manzo (ουσ αρσ )
manzoniano (ουσ αρσ )
manzoniano (επίθ.)
maoismo (ουσ αρσ )
maoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maomettano (ουσ αρσ )
maomettano (επίθ.)
maomettismo (ουσ αρσ )
Maometto (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---