Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maomettìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maometˈtizmo]

μωαμεθανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maomettano Maometto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manzoniano (επίθ.)
maoismo (ουσ αρσ )
maoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maomettano (ουσ αρσ )
maomettano (επίθ.)
maomettismo (ουσ αρσ )
Maometto (κύρ.όν. αρσ.)
maona (θηλ.ουσ)
maonia (θηλ.ουσ)
maori (ουσ αρσ )
maori (επίθ.)
mappa (θηλ.ουσ)
mappamondo (ουσ αρσ )
maquillage (ουσ αρσ )
maquis (ουσ αρσ και θηλ.)
marabù (ουσ αρσ )
marabutto (ουσ αρσ )
maraca (θηλ.ουσ)
marachella (θηλ.ουσ)
maragià (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---