Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marabùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maraˈbutto]

1 δερβίσης με υπερφυσικές δυνάμεις
2 πελεκάνος οικογένειας crumeniferus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marabù maraca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mappa (θηλ.ουσ)
mappamondo (ουσ αρσ )
maquillage (ουσ αρσ )
maquis (ουσ αρσ και θηλ.)
marabù (ουσ αρσ )
marabutto (ουσ αρσ )
maraca (θηλ.ουσ)
marachella (θηλ.ουσ)
maragià (ουσ αρσ )
maramaldo (ουσ αρσ )
marameo (επιφ.)
marangone (ουσ αρσ )
maranta (θηλ.ουσ)
marasca (θηλ.ουσ)
maraschino (ουσ αρσ )
marasco (ουσ αρσ )
marasma (ουσ αρσ )
marasso (ουσ αρσ )
maratona (θηλ.ουσ)
maratoneta (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---