ItalianoGreco


maràsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈrazma]

1 χάος
2 μαρασμός παθολογικού υποσιτισμού
3 προοδευτική παρακμή
4 μαρασμός
5 προοδευτική αδυναμία εξαιρετική


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---