Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maràsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈrazma]

1 χάος
2 μαρασμός παθολογικού υποσιτισμού
3 προοδευτική παρακμή
4 μαρασμός
5 προοδευτική αδυναμία εξαιρετική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marasco marasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marangone (ουσ αρσ )
maranta (θηλ.ουσ)
marasca (θηλ.ουσ)
maraschino (ουσ αρσ )
marasco (ουσ αρσ )
marasma (ουσ αρσ )
marasso (ουσ αρσ )
maratona (θηλ.ουσ)
maratoneta (ουσ αρσ και θηλ.)
maraviglia (θηλ.ουσ)
marc' (επιφ.)
marca (θηλ.ουσ)
marcamento (ουσ αρσ )
marcantonia (θηλ.ουσ)
marcantonio (ουσ αρσ )
marcapezzi (ουσ αρσ και θηλ.)
marcapiano (ουσ αρσ )
marcapunto (ουσ αρσ και θηλ.)
marcare (ρ. μτβ.)
marcasite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---