Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàrca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmarka] η μάρκα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(φίρμας) di marca = (firmato) το επώνυμο || marca [θηλ.] da bollo = το ένσημο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |