Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màrca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmarka]

η μάρκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marc' marcamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(φίρμας) di marca = (firmato) το επώνυμο || marca [θηλ.] da bollo = το ένσημο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marasso (ουσ αρσ )
maratona (θηλ.ουσ)
maratoneta (ουσ αρσ και θηλ.)
maraviglia (θηλ.ουσ)
marc' (επιφ.)
marca (θηλ.ουσ)
marcamento (ουσ αρσ )
marcantonia (θηλ.ουσ)
marcantonio (ουσ αρσ )
marcapezzi (ουσ αρσ και θηλ.)
marcapiano (ουσ αρσ )
marcapunto (ουσ αρσ και θηλ.)
marcare (ρ. μτβ.)
marcasite (θηλ.ουσ)
marcassite (θηλ.ουσ)
marcatempo (ουσ αρσ )
marcato (αρσ. επίθ και ουσ)
marcatore (ουσ αρσ )
marcatrice (θηλ.ουσ)
marcatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---