Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marcantònio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [markanˈtɔnjo]

ψηλός και εύσωμος άντρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marcantonia marcapezzi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maraviglia (θηλ.ουσ)
marc' (επιφ.)
marca (θηλ.ουσ)
marcamento (ουσ αρσ )
marcantonia (θηλ.ουσ)
marcantonio (ουσ αρσ )
marcapezzi (ουσ αρσ και θηλ.)
marcapiano (ουσ αρσ )
marcapunto (ουσ αρσ και θηλ.)
marcare (ρ. μτβ.)
marcasite (θηλ.ουσ)
marcassite (θηλ.ουσ)
marcatempo (ουσ αρσ )
marcato (αρσ. επίθ και ουσ)
marcatore (ουσ αρσ )
marcatrice (θηλ.ουσ)
marcatura (θηλ.ουσ)
Marcaurelio (κύρ.όν. αρσ.)
marcello (ουσ αρσ )
marcescente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---