Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaòri, màori
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈɔri], [ˈmaori] Μαορί maòri, màori επίθετο Προσφορά I.P.A.: [maˈɔri], [ˈmaori] ο των Μαορί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |