Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maòri, màori  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈɔri], [ˈmaori]

Μαορί

maòri, màori  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maˈɔri], [ˈmaori]

ο των Μαορί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maonia mappa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maomettano (επίθ.)
maomettismo (ουσ αρσ )
Maometto (κύρ.όν. αρσ.)
maona (θηλ.ουσ)
maonia (θηλ.ουσ)
maori (ουσ αρσ )
maori (επίθ.)
mappa (θηλ.ουσ)
mappamondo (ουσ αρσ )
maquillage (ουσ αρσ )
maquis (ουσ αρσ και θηλ.)
marabù (ουσ αρσ )
marabutto (ουσ αρσ )
maraca (θηλ.ουσ)
marachella (θηλ.ουσ)
maragià (ουσ αρσ )
maramaldo (ουσ αρσ )
marameo (επιφ.)
marangone (ουσ αρσ )
maranta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---