Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmànzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmandzo] 1 zoologia το βόδι 2 (carne) το βοδινό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarne [θηλ.] di manzo = το βοδινό κρέας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |