Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manutèngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manuˈtɛngolo]

1 κλεπταποδόχος
2 ενδιάμεσος
3 μαστροπός
4 συνένοχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manufatto manutentore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manualità (θηλ.ουσ)
manualizzare (ρ. μτβ.)
manualmente (επίρ.)
manubrio (ουσ αρσ )
manufatto (αρσ. επίθ και ουσ)
manutengolo (ουσ αρσ )
manutentore (αρσ. επίθ και ουσ)
manutenzione (θηλ.ουσ)
manzanilla (θηλ.ουσ)
manzo (ουσ αρσ )
manzoniano (ουσ αρσ )
manzoniano (επίθ.)
maoismo (ουσ αρσ )
maoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maomettano (ουσ αρσ )
maomettano (επίθ.)
maomettismo (ουσ αρσ )
Maometto (κύρ.όν. αρσ.)
maona (θηλ.ουσ)
maonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---