Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mantenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [manteˈnere]

1 διατηρώ
2 (promessa) κρατώ
3 (economicamente) συντηρώ

mantenersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [manteˈnersi]

1 διατηρούμαι
2 βαστιέμαι
3 κρατιέμαι
4 συντηρούμαι
5 παραμένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mantello mantenimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)
mantenersi (ρ.μ. (αντων.))
mantenimento (ουσ αρσ )
mantenitore (ουσ αρσ )
mantenuta (θηλ.ουσ)
mantenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
mantice (ουσ αρσ )
mantide (ουσ αρσ και θηλ.)
mantiglia (θηλ.ουσ)
mantiglio (ουσ αρσ )
mantissa (θηλ.ουσ)
manto (ουσ αρσ )
Mantova (κύρ.όν. θηλ.)
mantovana (θηλ.ουσ)
mantovano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---