Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mansióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manˈsjone]

1 λειτουργία
2 λειτούργημα
3 αποστολή
4 αξίωμα
5 καθήκον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mansionario mansuefare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


svolgere le mansioni = εκτελώ χρέη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manovriero (ουσ αρσ )
manovriero (επίθ.)
manrovescio (ουσ αρσ )
mansarda (θηλ.ουσ)
mansionario (ουσ αρσ )
mansione (θηλ.ουσ)
mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)
mantellina (θηλ.ουσ)
mantello (ουσ αρσ )
mantenere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---