Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manrovèscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,manroˈvɛʃʃo]

1 ύπτια κολύμβηση
2 ανάποδο χτύπημα
3 ανάποδη σφαλιάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manovriero mansarda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manovrare (ρ. μτβ.)
manovrato (επίθ.)
manovratore (αρσ. επίθ και ουσ)
manovriero (ουσ αρσ )
manovriero (επίθ.)
manrovescio (ουσ αρσ )
mansarda (θηλ.ουσ)
mansionario (ουσ αρσ )
mansione (θηλ.ουσ)
mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)
mantella (θηλ.ουσ)
mantelletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---