Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanrovèscio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,manroˈvɛʃʃo] 1 ύπτια κολύμβηση 2 ανάποδο χτύπημα 3 ανάποδη σφαλιάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |