manovràre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrare]
1 δολοπλοκώ
2 ενεργώ πλαγίως
3 διαχειρίζομαι με ελιγμούς
4 ελίσσομαι
5 χειρίζομαι
manovràre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrare]
1 μετατοπίζω
2 λειτουργώ
3 κατευθύνω
4 ελέγχω
5 καθοδηγώ
6 διευθύνω
7 διακλαδίζω (τρένα)
8 εκτελώ στρατηγικές αλλαγές
9 κατευθύνω με επιδεξιότητα
10 μανουβράρω
11 καταφέρνω λόγω καλής τακτικής
12 κάνω κινήσεις τακτικής
13 εκτελώ στρατιωτική μανούβρα
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrare]
1 δολοπλοκώ
2 ενεργώ πλαγίως
3 διαχειρίζομαι με ελιγμούς
4 ελίσσομαι
5 χειρίζομαι
manovràre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrare]
1 μετατοπίζω
2 λειτουργώ
3 κατευθύνω
4 ελέγχω
5 καθοδηγώ
6 διευθύνω
7 διακλαδίζω (τρένα)
8 εκτελώ στρατηγικές αλλαγές
9 κατευθύνω με επιδεξιότητα
10 μανουβράρω
11 καταφέρνω λόγω καλής τακτικής
12 κάνω κινήσεις τακτικής
13 εκτελώ στρατιωτική μανούβρα
permalink
manovrare (ρ.αμτβ.)
manovrare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android