Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manovrièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrjɛro]

1 μηχανορράφος
2 δολοπλόκος

manovrièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [manoˈvrjɛro]

Συνωμοτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manovratore manrovescio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manovrabilità (θηλ.ουσ)
manovrare (ρ.αμτβ.)
manovrare (ρ. μτβ.)
manovrato (επίθ.)
manovratore (αρσ. επίθ και ουσ)
manovriero (ουσ αρσ )
manovriero (επίθ.)
manrovescio (ουσ αρσ )
mansarda (θηλ.ουσ)
mansionario (ουσ αρσ )
mansione (θηλ.ουσ)
mansuefare (ρ. μτβ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.))
mansueto (επίθ.)
mansuetudine (θηλ.ουσ)
manta (θηλ.ουσ)
manteca (θηλ.ουσ)
mantecare (ρ. μτβ.)
mantecato (ουσ αρσ )
mantecato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---