Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanovratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [manovraˈtore] 1 οδηγός τραμ 2 κλειδούχος 3 μηχανοδηγός 4 χειριστής 5 τιμονιέρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |