Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manomissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manomisˈsjone]

1 παραποίηση
2 αντικανονικό άνοιγμα
3 χειραφέτηση
4 απελευθέρωση σκλάβου
5 χάλασμα
6 μαστόρεμα
7 παραβίαση
8 ανακάτεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manomettere manomissore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mano (θηλ.ουσ)
manodopera (θηλ.ουσ)
manomesso (επίθ.)
manometro (ουσ αρσ )
manomettere (ρ. μτβ.)
manomissione (θηλ.ουσ)
manomissore (ουσ αρσ )
manomorta (θηλ.ουσ)
manonera (θηλ.ουσ)
manopola (θηλ.ουσ)
manoscritto (ουσ αρσ )
manoscritto (επίθ.)
manovalanza (θηλ.ουσ)
manovale (ουσ αρσ )
manovella (θηλ.ουσ)
manovellismo (ουσ αρσ )
manovra (θηλ.ουσ)
manovrabile (επίθ.)
manovrabilità (θηλ.ουσ)
manovrare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---