Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màno  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmano]

το χέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mannosio manodopera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a portata di mano = σε απόσταση χειρός || alzare le mani = απλώνω χέρι || bagagli [αρσ. πλυθ.] a mano = οι χειραποσκευές [f.] || battere le mani = χειροκροτώ || bomba [θηλ.] a mano = η χειροβομβίδα || dare una mano = βάζω ένα χέρι || di seconda mano = μεταχειρισμένος || fatto a mano = χειροποίητος || freno [αρσ.] a mano = το χειρόφρενο || fuori mano = μακρυά || ha le mani in pasta = είναι μέσα σ' όλα || la mano [θηλ.] destra = το δεξί (χέρι) || sfregarsi le mani = τρίβω τα χέρια μου || stringersi la mano = σφίγγω το χέρι || tenersi per mano = κρατιέμαι από το χέρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mannella (θηλ.ουσ)
mannello (ουσ αρσ )
mannequin (θηλ.ουσ)
mannite (θηλ.ουσ)
mannosio (ουσ αρσ )
mano (θηλ.ουσ)
manodopera (θηλ.ουσ)
manomesso (επίθ.)
manometro (ουσ αρσ )
manomettere (ρ. μτβ.)
manomissione (θηλ.ουσ)
manomissore (ουσ αρσ )
manomorta (θηλ.ουσ)
manonera (θηλ.ουσ)
manopola (θηλ.ουσ)
manoscritto (ουσ αρσ )
manoscritto (επίθ.)
manovalanza (θηλ.ουσ)
manovale (ουσ αρσ )
manovella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---