Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmannèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [manˈnɛllo] 1 χεριά 2 χερόβολο 3 αβασταγή 4 φούχτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |