Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmannèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [manˈnɛlla] 1 κουλούρα σκοινιού ή σπάγκου ή καλωδίου 2 δεμάτι 3 κούκλα νήματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |