Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈnɔmetro] 1 βαρόμετρο 2 ενδεικτικό όργανο πίεσης 3 σφυγμομανόμετρο 4 μανόμετρο 5 πιεσόμετρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |