Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanipolazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [manipolatˈtsjone] 1 δολοπλοκία 2 χάλκευση 3 σκάρωμα 4 ζύμωμα 5 χειρισμός 6 επεξεργασία 7 νόθευση 8 ανάμειξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |