Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanìlla
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈnilla] πούρο Μανίλας manìlla ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maˈnilla] κανναβίς της Μανίλας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |