Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manigóldo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [maniˈgoldo]

1 μπαγάσας
2 θεομπαίχτης
3 κάθαρμα
4 κατεργάρης
5 παλιόμουτρο
6 παλιάνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maniglione manila  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manifestino (ουσ αρσ )
manifesto (ουσ αρσ )
manifesto (επίθ. e επίρ.)
maniglia (θηλ.ουσ)
maniglione (ουσ αρσ )
manigoldo (αρσ. επίθ και ουσ)
manila (ουσ αρσ και θηλ.)
manilla (ουσ αρσ )
manilla (θηλ.ουσ)
manina (θηλ.ουσ)
manioca (θηλ.ουσ)
manipolare (ρ. μτβ.)
manipolatore (ουσ αρσ )
manipolatore (επίθ.)
manipolazione (θηλ.ουσ)
manipolo (ουσ αρσ )
maniscalco (ουσ αρσ )
manismo (ουσ αρσ )
manitu, manitù (ουσ αρσ )
manizza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---