ItalianoGreco


manigóldo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [maniˈgoldo]

1 μπαγάσας
2 θεομπαίχτης
3 κάθαρμα
4 κατεργάρης
5 παλιόμουτρο
6 παλιάνθρωπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---