Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manifèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maniˈfɛsto]

η αφίσα

manifèsto  
επίθετο e επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [maniˈfɛsto]

1 πασιφανής
2 πρόδηλος
3 οφθαλμοφανής
4 κατάδηλος
5 καταφάνερος
6 πασίγνωστος
7 ευρέως γνωστός
8 περιβόητος
9 προφανής
10 διαβόητος
11 ευνόητος
12 ολοφάνερος
13 ορατός
14 έκδηλος
15 εξόφθαλμος
16 πασίδηλος
17 φαινόμενος
18 εμφανής
19 περίτρανος
20 φανερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manifestino maniglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manifestare (ρ. μτβ.)
manifestarsi (ρ.μ. (αντων.))
manifestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
manifestazione (θηλ.ουσ)
manifestino (ουσ αρσ )
manifesto (ουσ αρσ )
manifesto (επίθ. e επίρ.)
maniglia (θηλ.ουσ)
maniglione (ουσ αρσ )
manigoldo (αρσ. επίθ και ουσ)
manila (ουσ αρσ και θηλ.)
manilla (ουσ αρσ )
manilla (θηλ.ουσ)
manina (θηλ.ουσ)
manioca (θηλ.ουσ)
manipolare (ρ. μτβ.)
manipolatore (ουσ αρσ )
manipolatore (επίθ.)
manipolazione (θηλ.ουσ)
manipolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---