Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈnjɛro] 1 αρχοντικό 2 μέγαρο τσιφλικά 3 πύργος φέουδου 4 πύργος τσιφλικιού 5 υποστατικό 6 μέγαρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |