Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈnjɛro]

1 αρχοντικό
2 μέγαρο τσιφλικά
3 πύργος φέουδου
4 πύργος τσιφλικιού
5 υποστατικό
6 μέγαρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manieristico manieroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manieratamente (επίρ.)
manierato (επίθ.)
manierismo (ουσ αρσ )
manierista (ουσ αρσ και θηλ.)
manieristico (επίθ.)
maniero (ουσ αρσ )
manieroso (επίθ.)
manifattura (θηλ.ουσ)
manifatturiere (ουσ αρσ )
manifatturiero (επίθ.)
manifestamente (επίρ.)
manifestante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
manifestare (ρ.αμτβ.)
manifestare (ρ. μτβ.)
manifestarsi (ρ.μ. (αντων.))
manifestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
manifestazione (θηλ.ουσ)
manifestino (ουσ αρσ )
manifesto (ουσ αρσ )
manifesto (επίθ. e επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---