Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manifatturière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manifattuˈrjɛre]

1 εργάτης βιομηχανίας
2 εργαζόμενος στη βιομηχανία
3 βιομήχανος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manifattura manifatturiero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manierista (ουσ αρσ και θηλ.)
manieristico (επίθ.)
maniero (ουσ αρσ )
manieroso (επίθ.)
manifattura (θηλ.ουσ)
manifatturiere (ουσ αρσ )
manifatturiero (επίθ.)
manifestamente (επίρ.)
manifestante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
manifestare (ρ.αμτβ.)
manifestare (ρ. μτβ.)
manifestarsi (ρ.μ. (αντων.))
manifestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
manifestazione (θηλ.ουσ)
manifestino (ουσ αρσ )
manifesto (ουσ αρσ )
manifesto (επίθ. e επίρ.)
maniglia (θηλ.ουσ)
maniglione (ουσ αρσ )
manigoldo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---