Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanifatturière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [manifattuˈrjɛre] 1 εργάτης βιομηχανίας 2 εργαζόμενος στη βιομηχανία 3 βιομήχανος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |