Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanierìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manjeˈristiko] 1 ο του μανιερισμού 2 επιτηδευμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |