Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanifatturièro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manifattuˈrjɛro] 1 εργοστασιακός 2 βιομηχανικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |