Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanicòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maniˈkɔtto] 1 σύνδεσμος 2 μούφα 3 σύζευξη 4 μανσόν 5 μανίκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |