Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manicure  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maniˈkyr], [maniˈkure]

1 μανικιουρίστα
2 μανικιουρίστας
3 μανικιούρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manicotto maniera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manichino (ουσ αρσ )
manico (ουσ αρσ και θηλ.)
manicomiale (επίθ.)
manicomio (ουσ αρσ )
manicotto (ουσ αρσ )
manicure (ουσ αρσ και θηλ.)
maniera (θηλ.ουσ)
manieratamente (επίρ.)
manierato (επίθ.)
manierismo (ουσ αρσ )
manierista (ουσ αρσ και θηλ.)
manieristico (επίθ.)
maniero (ουσ αρσ )
manieroso (επίθ.)
manifattura (θηλ.ουσ)
manifatturiere (ουσ αρσ )
manifatturiero (επίθ.)
manifestamente (επίρ.)
manifestante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
manifestare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---