Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introdùrre (ρ. μτβ.) introvèrtersi (ρ. μ. αμτβ.)
introdursi (ρ.μ. (αντων.)) introvertìto (αρσ. επίθ και ουσ)
introduttìvo (επίθ.) intrùdere (ρ. μτβ.)
introduttóre (ουσ αρσ ) intrudersi (ρ.μ. (αντων.))
introduttòrio (επίθ.) intrufolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
introduzióne (θηλ.ουσ) intrufolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
introiezióne (θηλ.ουσ) intrugliàre (ρ. μτβ.)
introitàre (ρ. μτβ.) intrugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
intròito (ουσ αρσ ) intrùglio (ουσ αρσ )
introméttere (ρ. μτβ.) intruppaménto (ουσ αρσ )
introméttersi (ρ. μ. αμτβ.) intruppàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissióne (θηλ.ουσ) intrusióne (θηλ.ουσ)
intronaménto (ουσ αρσ ) intrusìvo (επίθ.)
intronàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) intrùso (αρσ. επίθ και ουσ)
intronàto (επίθ.) intubàre (ρ. μτβ.)
intronfiàre (ρ.αμτβ.) intubàto (επίθ.)
intronizzàre (ρ. μτβ.) intubazióne (θηλ.ουσ)
intronizzazióne (θηλ.ουσ) intubettàre (ρ. μτβ.)
intròrso (επίθ.) intuìbile (επίθ.)
introspettìvo (επίθ.) intuìre (ρ. μτβ.)
introspezióne (θηλ.ουσ) intuitivaménte (επίρ.)
introvàbile (επίθ.) intuitività (θηλ.ουσ)
introversióne (θηλ.ουσ) intuitìvo (επίθ.)
introvèrso (αρσ. επίθ και ουσ) intùito (ουσ αρσ )
introvèrtere (ρ. μτβ.) intuìto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: