Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innalzaménto (ουσ αρσ ) innescaménto (ουσ αρσ )
innalzàre (ρ. μτβ.) innescàre (ρ. μτβ.)
innamoraménto (ουσ αρσ ) innésco, innèsco (ουσ αρσ )
innamoràre (ρ. μτβ.) innestàre (ρ. μτβ.)
innamoràrsi (ρ. μ. αμτβ.) innestarsi (ρ.μ. (αντων.))
innamoràta (θηλ.ουσ) innestatóio (ουσ αρσ )
innamoràto (ουσ αρσ ) innestatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
innamoràto (επίθ.) innestatùra (θηλ.ουσ)
innànzi (επίθ.) innèsto (ουσ αρσ )
innànzi (πρόθ.) innevaménto (ουσ αρσ )
innànzi (επίρ.) innevàto (επίθ.)
innanzitùtto (επίρ.) ìnno (ουσ αρσ )
innàrio (ουσ αρσ ) innocènte (ουσ αρσ και θηλ.)
innaspàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) innocènte (επίθ.)
innàto (επίθ.) innocentìsmo (ουσ αρσ )
innaturàle (επίθ.) innocentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
innavigàbile (επίθ.) innocènza (θηλ.ουσ)
innavigabilità (θηλ.ουσ) Innocènzo (κύρ.όν. αρσ.)
innegàbile (επίθ.) innocuità (θηλ.ουσ)
inneggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) innòcuo (επίθ.)
inneggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) innodìa (θηλ.ουσ)
innervàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) innografìa (θηλ.ουσ)
innervazióne (θηλ.ουσ) innògrafo (ουσ αρσ )
innervosìre (ρ. μτβ.) innologìa (θηλ.ουσ)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.)) innòlogo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: