Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incupìre (ρ.αμτβ.) indàrno (επίρ.)
incupìre (ρ. μτβ.) indebitaménte (επίρ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.)) indebitaménto (ουσ αρσ )
incuràbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabilità (θηλ.ουσ) indebitàto (επίθ.)
incurànte (επίθ.) indébito (αρσ. επίθ και ουσ)
incurànza (θηλ.ουσ) indeboliménto (ουσ αρσ )
incùria (θηλ.ουσ) indebolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) indebolirsi (ρ.μ. (αντων.))
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.)) indebolìto (επίθ.)
incursióne (θηλ.ουσ) indebolitóre (επίθ.)
incursóre (αρσ. επίθ και ουσ) indecènte (επίθ.)
incurvaménto (ουσ αρσ ) indecènza (θηλ.ουσ)
incurvàre (ρ. μτβ.) indecifràbile (επίθ.)
incurvàrsi (ρ. μ. αμτβ.) indecifràto (επίθ.)
incurvatùra (θηλ.ουσ) indecisióne (θηλ.ουσ)
incustodìto (επίθ.) indecìso (επίθ.)
incùtere (ρ. μτβ.) indeclinàbile (επίθ.)
ìndaco (αρσ. επίθ και ουσ) indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indaffaràto (επίθ.) indecomponìbile (επίθ.)
indagàbile (επίθ.) indecompósto (επίθ.)
indagàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) indecoróso (επίθ.)
indagatóre (ουσ αρσ ) indefessaménte (επίρ.)
indagatóre (επίθ.) indefèsso (επίθ.)
indàgine (θηλ.ουσ) indefettìbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: