Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincursóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inkurˈsore] 1 ο της καταδρομής 2 ο των καταδρομών 3 καταδρομέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |