Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incurànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkuˈrantsa]

1 αμέλεια
2 αδιαφορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incurante incuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incupire (ρ. μτβ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---