Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incurvatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkurvaˈtura]

1 καμπύλωση
2 σκέβρωμα
3 καμπύλη
4 αγκύλωση
5 καμπούριασμα
6 κύρτωση
7 κύρτωμα
8 λύγισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incurvarsi incustodito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)
indagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indagatore (ουσ αρσ )
indagatore (επίθ.)
indagine (θηλ.ουσ)
indarno (επίρ.)
indebitamente (επίρ.)
indebitamento (ουσ αρσ )
indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
indebitato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---