ItalianoGreco


incurvatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkurvaˈtura]

1 καμπύλωση
2 σκέβρωμα
3 καμπύλη
4 αγκύλωση
5 καμπούριασμα
6 κύρτωση
7 κύρτωμα
8 λύγισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---